- ἐσχάρωσις
- ἐσχάρωσιςformation of anescharfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐσχάρωσιν — ἐσχάρωσις formation of aneschar fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσχάρωση — η (Α ἐσχάρωσις) [εσχαρώ] ο σχηματισμός εσχάρας έλκους, το κακάδιασμα πληγής … Dictionary of Greek
ἐσχαρώσεως — ἐσχαρώσεω̆ς , ἐσχάρωσις formation of aneschar fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)